- απωμαστος
- ἀπώμαστοςἀ-πώμαστος2не имеющий крышки Babr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπώμαστον — ἀπώμαστος without a lid masc/fem acc sg ἀπώμαστος without a lid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμάστους — ἀπώμαστος without a lid masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμάστῳ — ἀπώμαστος without a lid masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απωμάτιστος — η, ο (Α ἀπώμαστος, ον) ο χωρίς πώμα ή καπάκι, ατάπωτος … Dictionary of Greek